- γοργογόνατος
- η , ο1) быстроногий; 2) быстро возвратившийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γοργογόνατος — η, ο αυτός που τρέχει γρήγορα … Dictionary of Greek
γοργογόνατος — η, ο αυτός που τρέχει γρήγορα, ο γοργοπόδαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
γοργοπόδαρος — η, ο αυτός που τρέχει γρήγορα, ο γρήγορος, ο γοργογόνατος: Δεν κατάφερα να πιάσω το γοργοπόδαρο λαγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)